χαίραθλος

χαίραθλος
-ον, Μ
αυτός που αγαπά τους άθλους, τους αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαίρω + ἆθλος (πρβλ. πολύ-αθλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”